- ῥιψί
- ῥῑψί , ῥίψplaited workfem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… … Dictionary of Greek
ῥῖψ' — ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor imperat mid 2nd sg ῥῖψαι , ῥίπτω throw aor inf act ῥῖψα , ῥίπτω throw aor ind act 1st sg (homeric ionic) ῥῖψε , ῥίπτω throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ῥῖψι , ῥῖψις throwing fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)